μικρομύτης

μικρομύτης
α, ικο с маленьким носиком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μικρομύτης" в других словарях:

  • μικρομύτης — α, ικο 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει μικρή μύτη 2. (για πράγματα) αυτός που έχει μικρή αιχμή («μικρομύτικο μολύβι») …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόρριν — και ις, ινος, ὁ, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει μικρή μύτη, μικρομύτης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»